- παραστενάχομαι
- παραστενάχομαι [pron. full] [ᾰχ],A sigh beside or near, A.R.4.1297.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραστενάχομαι — Α στενάζω παραπλεύρως, δίπλα σε κάποιον ή σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + στενάχω «αναστενάζω, θρηνώ»] … Dictionary of Greek